- τοξικολόγος
- ο мед. токсиколог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοξικολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicologist < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Δ. Καλλιβωκά] … Dictionary of Greek
τοξικολόγος — ο, η γιατρός που καταγίνεται με την τοξικολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)